- γαζέλα
- ημηρυκαστικό ζώο που τρέχει γρήγορα, η αντιλόπη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γαζέλα ή γκαζέλα — Γένος αρτιοδακτύλων μηρυκαστικών της υποοικογένειας των αντιλοπινών, η οποία ανήκει στη μεγάλη οικογένεια των βοοειδών, γνωστά και ως δορκάδες ή ζαρκάδια. Ζώα χαμηλού αναστήματος, έχουν κομψό και ευκίνητο σώμα και κοντό, λείο και ομοιόμορφο… … Dictionary of Greek
γαζέλα — (I) η είδος ερωτικού ποιήματος στη λυρική ποίηση των Περσών και των Τούρκων που αποτελείται από 5 ή 7 δίστιχα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αραβικής προελεύσεως]. (II) η βλ. γκαζέλα … Dictionary of Greek
αντιλόπη — Ονομασία θηλαστικών μηρυκαστικών υποοικογενειών των βοοειδών, μεταξύ των οποίων και η υποοικογένεια αντιλοπίνες. Σε αυτήν ανήκουν η α. και η γαζέλα. Το μέγεθός τους ποικίλλει πολύ, ανάλογα με το γένος· το ύψος τους στο ακρώμιο μπορεί να… … Dictionary of Greek
γαβάθα — και γκαβάτα, καβάτα, καβάθα, γαβάτα, η (Μ γαβάθα) ξύλινο ή πήλινο πιάτο, λεκάνη ή κούπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γαβάθα < μσν. γαβάθα < λατ. gabatha «γαβάθα, τσανάκα». Και το λατ. gabatha και το αρχ. γαβαθόν είναι δάνεια ανατολικής προελεύσεως (πρβλ … Dictionary of Greek
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek
Καράκουμ — (Kara kum). Έρημος (350.000 τ. χλμ.) της κεντρικής Ασίας, που καταλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος της έκτασης της Τουρκμενιστάν (300.000 τ. χλμ.) και τμήμα του Καζακστάν. Στα Β και ΒΑ συνορεύει με το κοίλωμα Σάρι Καμίς και την κοιλάδα του ποταμού Αμού… … Dictionary of Greek
Λαζαρίδης, Μάρκος — (Σμύρνη 1911 –). Εκπαιδευτικός και λογοτέχνης. Σε μικρή ηλικία εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Καλαμάτα. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και σταδιοδρόμησε ως φιλόλογος καθηγητής σε σχολεία της μέσης εκπαίδευσης του … Dictionary of Greek
μειόκαινο — Γεωλογική περίοδος που αποτελεί υποδιαίρεση του καινοζωικού αιώνα της ιστορίας της Γης. Ο καινοζωικός αιώνας συνεχίζεται μέχρι σήμερα και έχει διαρκέσει 70 εκατομμύρια χρόνια, τα 69 από τα οποία ανήκουν στην υποδιαίρεση που λέγεται τριτογενές και … Dictionary of Greek